- Καρλ, Τζερόμ
- (Jerome Karle, Νέα Υόρκη 1918 –). Αμερικανός χημικός. Αποφοίτησε από το κολέγιο Σίτι της Νέας Υόρκης (1938) και συνέχισε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ. Έπειτα από δύο χρόνια ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της χημείας στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και το 1944 έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του. Το 1946 εντάχθηκε στο προσωπικό του ερευνητικού εργαστηρίου του πολεμικού ναυτικού, στην Ουάσινγκτον. Οι προσπάθειές του στράφηκαν στην ανάπτυξη μεθόδων ποσοτικής ανάλυσης της περίθλασης ηλεκτρονίων αερίου και κατέληξαν στην ανάπτυξη άμεσων μεθόδων για την ανάλυση της κρυσταλλικής δομής, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της μαθηματικής θεμελίωσής τους και των σχετικών διαδικαστικών αντιλήψεων καθιερώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Οι αρχικές εφαρμογές της διαδικασίας προσδιορισμού της δομής των κεντροσυμμετρικών κρυστάλλων, η οποία συμπεριλαμβάνει και μέτρα πιθανότητας, καθώς και τύπους της κοινής κατανομής πιθανοτήτων, ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Στην επόμενη δεκαετία προσπάθησε να καθιερώσει ένα πιο διευρυμένο μοντέλο, το οποίο θα συμπεριλάμβανε και μη-κεντροσυμμετρικούς κρυστάλλους, καταλήγοντας το 1964 στη διαδικασία συμβολικής προσθήκης. Συνεχίζοντας την έρευνα για τον προσδιορισμό της μακρομοριακής δομής των κρυστάλλων, ανέπτυξε κατά τη δεκαετία του 1970 μια ακριβή γραμμική αλγεβρική θεωρία με εφαρμογή σε κάθε τύπο ανώμαλου σκεδαστή και για οποιονδήποτε αριθμό μήκων κύματος. Παράλληλα, κατά καιρούς δίδαξε στο κολέγιο του πανεπιστημίου του Μέριλαντ και την περίοδο 1981-84 διετέλεσε πρόεδρος της διεθνούς ένωσης κρυσταλλογραφίας. Το 1985 μοιράστηκε μαζί με τον Χέρμπερτ Χάουπτμαν το βραβείο Νόμπελ χημείας για τα επιτεύγματά τους στην ανάπτυξη άμεσων μεθόδων για τον προσδιορισμό των κρυσταλλικών δομών.
Dictionary of Greek. 2013.